- καταρραθυμώ
- καταρραθυμῶ, -έω (Α)1. είμαι εντελώς οκνηρός («καταρραθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων», Ξεν.)2. παραμελώ κάτι3. χάνω κάτι από αμέλεια («τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε», Δημοσθ.)4. αποχαυνώνω κάποιον («καταρραθυμοῡντος τὴν χεῑρα τοῡ ὕπνου», Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.